Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Ύμνος εις την ελευθερίαν, Διονυσίου Σολωμού..(ολόκληρο το έργο).

Θεώρησα στοιχειώδη υποχρέωσή μου να συμπεριλάβω στις αναρτήσεις μου και τον "Ύμνο προς την Ελευθερίαν", ολόκληρο το έργο, για να δοθεί η ευκαιρία στους αναγνώστες του ιστότοπου να το διαβάσουν και να γνωρίσουν το ποίημα, πέρα από τις δυο πρώτες στροφές που  είναι οι πλέον γνωστές.


Το ποίημα Ύμνος εις την Ελευθερίαν γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στην Ζάκυνθο και ένα χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Το 1828 μελοποιήθηκε από τον κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-΄40), ο οποίος υπέβαλλε το έργο του στον βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844).
Παρά την τιμητική επιβράβευση του μουσικοσυνθέτη Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα (Ιούνιος 1845) και του Διονυσίου Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος (1849), το έργο (και ειδικά η πρώτη μελοποίησή του) διαδόθηκε μεν ως «θούριος», αλλά δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του υπουργού Στρατιωτικών.

Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθως με Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να παίζεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον βασιλιά της Ελλάδας ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 μέρη στο Λονδίνο το 1873, ένα χρόνο μετά το θάνατο του συνθέτη του. Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα, κι αυτή η μεταγραφή (από την οποία απουσιάζει η σύντομη εισαγωγή) παίζεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι στα επτανησιακά μουσικά αρχεία σώζονται διασκευές του έργου για μπάντα χρονολογούμενες τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840.
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Από αυτές μόνο οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

Ακούστε στο ακόλουθο link τον Εθνικό Ύμνο:  http://www.proedriki-froura.gr/greek_anthem.mp3



-1-
-6-
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα κτύπαε τα’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.
-2-
-7-
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Κι έλεες: πότε, α! βγάνω
το κεφάλι από τα ερμιές;
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
-3-
-8-
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα μόνο καρτερούσες,
έλα πάλι να σου πει.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
Μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα Ελληνικό.
-4-
-9-
Άργειε νάρθη εκείνη η μέρα,
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
-5-
-10-
Δυστυχής ! Παρηγορία
μόνη σου έμελε να λες,
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάρθες μοναχή.
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.


-11-
-16-
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
άλλ’ ανάσασιν καμμιά,
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
-12-
-17-
Άλλοι, οϊμέ! Στη συμφορά σου
όπου εχαίροντο πολύ
σύρε νάβρεις τα παιδιά σου,
σύρε, έλεγαν οι σκληροί.
Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τς εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ’ άνθια και καρπούς,
-13-
-18-
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα του ενθυμεί.
Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.
-14-
-19-
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.
Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
όσα αισθάνετο η καρδιά.
-15-
-20-
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.


-21-
  -26-
Μ’ όλον πούναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: ψεύτρα Ελευθεριά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.
-22-
 -27-
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν και αυτή.
Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.
-23-
  -28-
Απ’ τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λεοντάρι το Ισπανό.
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς,
δε μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισιές οπού αγρικάς.
-24-
  -29-
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τα’ άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τα οργής.
Σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό,
-25-
  -30-
Ει το κίνημά του δείχνει,
πως τα μέλη ειν’ δυνατά
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.
Οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.


-31-
-36-
Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σε κείνο αντισταθεί.
Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα όπως νικεί,
και ας ειν’ άρματα γεμάτη
και πολέμου χλαλοή.
-32-
-37-
Το θηρίο π’ αναλογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.
Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν πολλά
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά.
-33-
-38-
Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
και όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά,
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νάβρει η συμφορά.
-34-
-39-
Ερμιά, θάνατος και φρίκη
όπου επέρασες κι εσύ
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
-35-
-40-
Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα, γιατί;
Τον εχθρό θωρά να φύγει
και στο κάστρο ν’ ανεβεί.


-41-
-46-
Μέτρα…είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ’ ώστε ν’ ανεβούν.
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,
-42-
-47-
Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά
να, σας φθάνει αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά.
Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον Άδη
που καρτέρειε τα σκυλιά.
-43-
-48-
Αποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
Τ’ ακαρτέρειε. –Εφαίνοντ’ ίσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
-44-
-49-
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
Όλη η μαύρη μυρμηγιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
-45-
-50-
Α! τι νύκτα ήταν εκείνη
Που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνει
πάρεξ θάνατου πικρός.
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

 
-51-
-56-
Τόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα  αστάχυα εις τους αγρούς
όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.
Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
-52-
-57-
Θαμποφέγγει κανεν’ άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
-53-
-58-
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες το δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό.
Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
-54-
-59-
Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
όπου οι κλώνοι αντικτυπούν.
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθεί.
-55-
-60-
Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στ’ αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,
Κάθε χώμα ιδρώνει, ρέει
λες και εκείθεν η ψυχή
απ’ το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.


-61-
-66-
Της καρδιάς κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο ειν’ γοργά.
Προσοχή καμμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή
πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,
φθάνει έως πότε οι σκοτωμοί;
-62-
-67-
Ουρανός γι αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη
γι αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες και είναι εις την αρχή.
-63-
-68-
Τόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι, μη πως
από μία μεριά και απ’ άλλη
δεν μείνει ένας ζωντανός.
Ολιγόστευσαν οι σκύλοι
και Αλλά εφωνάζαν, Αλλά,
και των χριστιανών τα χείλη
φωτιά εφώναζαν φωτιά.
-64-
-69-
Κοίτα χέρια απελπισμένα
πως θερίζουνε ζωές!
χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές.
Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν φωτιά,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας Αλλά.
-65-
-70-
Και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
 

-71-
-76-
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
Εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί.
-72-
-77-
Σαν το ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.
Τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα στο γιαλό
αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.
-73-
-78-
Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι,
φύσα, φύσα εις το σταυρό.
Ω τριακόσιοι! Σηκωθείτε
και ξανάλθετε σ’ εμάς
τα παιδιά σας θέλ’  ιδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
-74-
-79-
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Όλοι εκείνοι το φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ’ εδώ.
-75-
-80-
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι
δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείναν και θανατικό
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.


-81-
-86-
Και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίναμε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.
Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
-82-
-87-
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένα περπατείς.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
-83-
-88-
Στη σκια χειροπιασμένες,
στη σκια βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.
Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
-84-
-89-
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
-85-
-90-
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
Σ’ αυτό εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη Ελευθεριά
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.


-91-
-96-
Εις την Τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς.
-92-
-97-
Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή
βλέπει τη φωτογραφία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
Με φωνή που κατεπείθει
προχωρώντας ομιλείς
σήμερ’ άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
-93-
-98-
Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’, άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες εσύ.
Αυτός λέγει…Αφοκρασθήτε.
εγώ είμ’ Άλφα, Ωμέγα εγώ
πέστε, που θ’ αποκρυφθήτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;
-94-
-99-
Α! το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ’ αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
-95-
-100-
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη, από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς.


-101-
-106-
Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του ανέμου που πνέει
μες στη μάχη τη λεπτή.
Να αποφύγετε! Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα,
πριν να ευρήτε αφανισμό.
-102-
-107-
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
ποίος είν άξιος να νικήσει,
ή με σε να μετρηθεί;
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και τα ρεύματα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.
-103-
-108-
Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
-104-
-109-
Την αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά και τα’ αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.
Ποίος στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθεί
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει,
όσο όπου να νεκρωθεί.
-105-
-110-
Κακορίζικοι, που πάτε
του Αχελώου μες στη ροή,
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή.
Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τα’ άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.


-111-
-116-
Σβήεται - αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή –
το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.
-112-
-117-
Έτσι ν’ άκουα να βουίξει
τον βαθύ ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα Αγαρηνό.
Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.
-113-
-118-
Και εκεί πούναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τα’ άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
Α! γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;
μεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,
-114-
-119-
Σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ’ εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.
Τον Θεό ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.
-115-
-120-
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
και η Θρησκεία και η Ελευθεριά
μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους και ας μετρά.
Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ’ ένα τύμπανο τερπνόν.


-121-
-126-
Και πηδούν όλες οι κόρες
μες τα αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
-122-
-127-
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
στην ξηρά εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο για σε.
-123-
-128-
Εις αυτήν, είν’  ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο για σε,
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
-124-
-129-
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ’ άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν’ πολλές,
πολεμώντας, αλλά διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις
-125-
-130-
Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμνιώνα αναζητεί.
Με  επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.


-131-
-136-
Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
Έχει ολάνοικτο το στόμα
π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα
λες πως θε να ξαναβγεί
-132-
-137-
Πνίγοντ’ όλοι οι πολέμαρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί
χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ’ επέταξαν εκεί.
Η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί
-133-
-138-
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τα εχθρούς τους τη Λαμπρή,
μαι τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
-134-
-139-
Κειές τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.
Η καρδιά συχνοσπαράζει…
πλην τι βλέπω; σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.
-135-
-140-
Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν νάτανε φονιάς.
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ’ ανησυχία
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:


-141-
-146-
«Παλληκάρια μου! Οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
γαι το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά».
«Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην ΄πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή».
-142-
-147-
«Απ εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί».
«Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά
΄΄Εάν μισούνται ανάμεσό τους,
δεν τους πρέπει ελευθεριά΄΄».
-143-
-148-
«Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! Τον νουν σας τυραννεί».
«Τέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή».
-144-
-149-
«Η Διχόνοια που βαστεί
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ’ το λέγοντας, και συ».
«Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω αγκαλιασθήτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
-145-
-150-
«Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά».
«Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη να παρθεί
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ’ ακολουθεί».



-151-
-155-
«Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!...
καταστήστε ένα σταυρό,
και φωνάξτε με τη μία:
βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ».
«Δεν ακούτε εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή».
-152-
-156-
«Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό».
«Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Άβελ καταβοά
δεν είν’ φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά».
-153-
-157-
«Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν».
«Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
λευθερίαν, ή θα την λύστε
εξ’ αιτίας Πολιτικής;»
-154-
-158-
«Εξ’ αιτίας του εσπάρθη, εχύθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να ΄κδικηθώ».
«Τούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό
βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήστε κι εδώ».


Λίγα λόγια για τον Διονύσιο Σολωμό :
  Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1978. Καρπός του ερωτικού δεσμού του Κόντε Νικολάου Σολωμού και της οικιακής βοηθού του Αγγελικής Νίκλη, αναγνωρίστηκε επίσημα και του δόθηκε η δυνατότητα για μια θέση στην αριστοκρατική κοινωνία της Ζακύνθου.
  Το ανήσυχο πνεύμα του τον οδηγεί σε σπουδές στην Ιταλία από όπου επιστρέφει το 1818 στη Ζάκυνθο. Το ζήτημα της γλώσσας τον απασχολεί και παρακολουθεί τις προσπάθειες για πνευματική αναστύλωση του Γένους από τους Α.Κοραή, Ρ.Βελεστινλή,Ε.Βούλγαρη, οι οποίοι στήριξαν τη "γλώσσα του λαού", απομακρύνοντας τις ακρότητες των λογίων, κάτι που συγκαταλέγεται στα βιώματα του και του ιδίου.
  Γράφει τον "Υμνο προς την Ελευθερία" το 1823 και επηρεασμένος από γεγονότα της εποχής γράφει στη συνέχεια τα : "Εις Μάρκο Μπότσαρη"(1823), "Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον"(1824), "Καταστροφή των Ψαρών"(1824), "Ελεύθερους Πολιορκημένους"(1828).
  Το 1828 εγκαθίσταται στην Κέρκυρα όπου και θα μείνει μέχρι το θάνατό του τον Φεβρουάριο του 1857.